Έκθεση για τα κακοποιημένα παιδιά που παρουσιάστηκε στο Βερολίνο πιστοποιεί πόσο λίγο εισακούγονται οι ανάγκες τους. Αρχές και οικείοι οφείλουν περισσότερα
Για πέντε χρόνια, οι ερευνητές αξιολόγησαν ανώνυμα τις εμπιστευτικές συνομιλίες και τις γραπτές δηλώσεις 870 θυμάτων. Σχεδόν το 90% των θυμάτων ήταν κορίτσια, εκ των οποίων μερικά κακοποιήθηκαν από πολλούς δράστες. Σχεδόν τα μισά από αυτά τα παιδιά ήταν κάτω των έξι όταν ξεκίνησε η κακοποίηση, ενώ τα μικρότερα ήταν βρέφη. Στην αρχή, πολλοί δεν κατάλαβαν τι τους συνέβαινε. «Με κακοποίησε σεξουαλικά ο παππούς μου σε ηλικία που δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήταν πολύ μακρύς ο δρόμος μέχρι να το καταλάβω και να το διατυπώσω» λέει κάποιος. Ένα άλλο θύμα αναφέρει: «Προσπαθούσα να ξεφύγω αλλά δεν μπορούσα να πάω πολύ μακριά. Δεν ήξερα πού να πάω όταν ήμουν εφτά χρονών». «Πονούσα πάρα πολύ και είχα μια βαθιά θλίψη με κάθε περιστατικό. Εξαφανίστηκε όλη η παιδική μου ηλικία. Δεν έπαιζα, δεν γέλαγα. Άρχισα να κλαίω πολύ, ειδικά δημόσια, κάτι που με γελοιοποιούσε στα μάτια των άλλων και με περιθωριοποιούσε», λέει κάποιος άλλος. Τα παιδιά συχνά αναγκάζονταν να σιωπήσουν υπό το βάρος των απειλών. Η πλειονότητα των δραστών (87 %) ήταν άνδρες, σχεδόν οι μισοί από αυτούς ήταν βιολογικοί πατεράδες ή πατριοί.
Οι συντάκτες της μελέτης λένε ότι εκείνοι που υπέστησαν σεξουαλική βία ως παιδιά στις οικογένειές τους συχνά αναφέρουν το αίσθημα της μοναξιάς.νΗ Σαμπίνε Άντρεσεν τονίζει ότι θα πρέπει να δούμε τις ανάγκες των παιδιών και να βοηθήσουμε, μέσα και έξω από τις οικογένειες, «στη γειτονιά, στο κέντρο ημερήσιας φροντίδας, στο σχολείο, μέχρι και το γραφείο πρόνοιας των νέων». Βλέπει κανείς «μια μεγάλη απροθυμία να παρέμβει στις οικογένειες. Αλλά η σεξουαλική βία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση». Οι αναφορές των θυμάτων έδειξαν πως συχνά αυτή η μη παρέμβαση είχε ως αποτέλεσμα τα παιδιά και οι νέοι να μην λαμβάνουν βοήθεια.Πολλοί μιλάνε για τις εμπειρίες τους ώστε να γλιτώσουν άλλα παιδιά από αυτά που υπέφεραν τόσο καιρό. Σύμφωνα με τη μελέτη και τα λεγόμενα ενός θύματος αυτή η στάση είναι καθοριστικής σημασίας. Να μην κλείνει κανείς τα μάτια μπροστά στο πρόβλημα και να μην κάνει σαν να μην υπάρχει».