Συντάκτης:
Κάθε σπίτι έχει τη δική του μυρωδιά, εκείνη του ανθρώπου που το κατοικεί. Ξέρω ένα σπίτι που μυρίζει βασιλικό, κανέλα και κάτι δροσερό, θαρρείς από παλιά. Αν φτάσω με κλειστά μάτια, θα καταλάβω τίνος είναι. Εκεί ζούνε οι ήρωες των παιδικών μας χρονών, ο παππούς και η γιαγιά.
Εκεί κατοικούν εκείνοι που μας έκαναν τις ωραιότερες βόλτες, που γέμισαν τις τσέπες μας με σοκολάτες, που στάθηκαν μπροστά να μας προστατεύσουν από τη μαμά και μας έμαθαν ποδήλατο χωρίς βοηθητικές. Εκεί ζούνε οι ήρωες των παιδικών μας χρονών, ο παππούς και η γιαγιά.
Γυναίκα που φέρει με καμάρι τον τίτλο της γιαγιάς, είναι η ασπίδα και η κρυψώνα για τα εγγόνια της σε κάθε σκανταλιά. Είναι το σπίτι ” άσυλο” για κάθε παιδί. Μας μαζεύει όλους, στρώνει το τραπέζι και περιμένει καρτερικά να αδειάσουν τα πιάτα κι όταν δεν μου αρέσει το φαγητό, θα μου κλείσει το μάτι και θα μου φτιάξει κείνο που αγαπώ.
Το φαγητό της γιαγιάς, δεν ξέρω γιατί, μα είναι το νοστιμότερο του κόσμου. Πάντα θα φυλάει στο ψυγείο της παγωτό για τ’ απόγευμα. Έπειτα, θα κάτσει στη ραπτομηχανή της, εκείνη που δεν σταματά να ακούγεται ποτέ, ετοιμάζοντας λέει την προίκα των εγγονιών της, μέχρι το βράδυ που τα παιδικά ματάκια θα νυστάξουν και θα ζητάν παραμύθια από την ήρεμη γιαγιαδίστικη φωνή.
Για εμάς, ιστορίες μακρινές, μα για εκείνη μνήμες, τα παιδικά της χρόνια, η ζωή της. Από τις ιστορίες της μένουν εικόνες και ξεπηδούν κάθε φορά καινούργιοι ήρωες, μιας άλλης εποχής.
Έψαξα με τις ώρες τα μπαούλα της γιαγιάς, κοιτώντας προσεκτικά τα παλιά της αντικείμενα, που με γοήτευαν στην ιδέα ότι βρισκόταν κάπου εκεί, ανάμεσα στις λέξεις της κάθε ιστορίας της.
Ο ύπνος στο σπίτι των παππούδων είναι γλυκός, σε ξεκουράζει και παίρνει μακριά κάθε άσχημη σκέψη. Με άκρα μυστικότητα το πρωί, θα μας δώσουν αυτό το ύπουλο χαρτζιλίκι, που δεν πρέπει να δει η μαμά και ο μπαμπάς. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κρυβόμαστε, όμως η γιαγιά και ο παππούς πάντα ξέρουν κάτι περισσότερο.
Ο παππούς στα μάτια του παιδιού θα είναι πάντα ο δυνατός της ιστορίας. Εκείνος που δουλεύει ακατάπαυστα, με τα μεγάλα χέρια του και κοιτάζει γύρω με το αγέρωχο βλέμμα. Τα κορίτσια για τον παππού θα ναι πάντα οι πριγκίπισσες που πρέπει να γίνουν «μάγκες» μεγαλώνοντας για να μην τις πειράξει κανείς. Τα αγόρια θα είναι παλικάρια και λεβέντες.
Οι παππούδες δίνουν συμβουλές στις γιαγιάδες για το πώς πρέπει να φέρονται σε εμάς τα εγγόνια, κι από κει κι έπειτα, ξεκινά συνήθως καυγάς. Ο παππούς θα μας πάρει και θα μας πάει βόλτα, πότε στο χωράφι, πότε με το αμάξι να δούμε το χωριό και πότε στο καφενείο να μας κεράσει πορτοκαλάδα. Θα συμβουλεύσει τη μάνα και τον πατέρα μας, να είναι καλοί γονείς και να μη μας μαλώνουν. Το βράδυ, θα μοιραστεί το γλυκό με τα εγγόνια του και θα διηγηθεί ιστορίες από τότε που έπαιζε μπάλα και πήγε στο στρατό, αλλά και κάτι άλλες παράξενες για τότε που γνώρισε τη γιαγιά, που ήταν νέος κι έπειτα έκανε παιδιά. Υπήρξαν άραγε η γιαγιά και ο παππούς νέοι; Είναι δυνατόν;
Αυτοί οι άνθρωποι με τα ζαρωμένα πρόσωπα κάποτε υπήρξαν νιάτα. Κάτι που δεν πρέπει να ξεχνούμε κάθε φορά που θα υποτιμήσουμε την άποψή τους ή θα τους αγνοήσουμε. Άνθρωποι που έβγαιναν, είχαν παρέες, έκαναν πλάκα μεταξύ τους, έρωτα κι έπειτα μία όμορφη οικογένεια.
Άνθρωποι που δεν πίστευαν ότι θα φτάσει η ώρα να γεράσουν και να γίνουν παππούδες, όπως το ίδιο δεν πιστεύουμε και εμείς. Ένα μέλλον που πιθανόν αρνούμαστε, μα εάν είμαστε αρκετά τυχεροί, θα μεγαλώνουμε και θα κοροϊδεύουμε τον χρόνο, γιατί θα ξέρουμε πώς θα είμαστε κι εμείς ήρωες ενός πιτσιρίκα, που με περηφάνια θα βλέπουμε να μεγαλώνει στα χέρια των παιδιών μας.
Να ’μαστε περήφανοι για τους παππούδες μας, για τις μοναδικές τους ιστορίες, για τα μυστικά που μας αποκάλυπταν για τους γονείς μας από τότε που ήταν παιδιά, για τα φαγητά, που όμοια τους δεν θα γευτούμε ποτέ, για τα χαρτζιλίκια τους μα και για τους ανθρώπους που είμαστε σήμερα.
Κάποτε ίσως αλλάξουμε θέση και χρειαστεί εμείς να μαγειρέψουμε γι’ αυτούς και να νοιαστούμε σα να μαστε ήρωές τους, μα τότε ας κοιτάξουμε τα μάτια τους. Εγώ στα μάτια τους είδα δρόμους, ποτάμια και πουλιά, είδα πολέμους και προσφυγιά, είδα τον πατέρα και τη μάνα μου παιδιά.
Κάποτε η ραπτομηχανή σταμάτα ν’ ακούγεται και η μηχανή του τρακτέρ δεν ξεκινά, όμως οι μυρωδιές είναι ίδιες και μοιάζουν να παρακαλούν τις καρέκλες να γεμίσουν ξανά. Αυτοί οι άνθρωποι μας μεγάλωσαν, μας έμαθαν το παρελθόν τους, το κάναμε παρόν και το προσφέρουμε στο μέλλον.
Πηγή αναδημοσίευσης: https://www.flowmagazine.gr/