Όταν η κληρονομικότητα της κατάθλιψης διαπερνά την οικογένεια

//Όταν η κληρονομικότητα της κατάθλιψης διαπερνά την οικογένεια

Όταν η κληρονομικότητα της κατάθλιψης διαπερνά την οικογένεια

γυναίκα σε σκοτεινό δωμάτιο δίπλα σε παράθυρο που φωτίζεται από τον ήλιο

Φοβόμουν ότι ήμουν καταδικασμένη να γίνω σαν τη γιαγιά μου… Δεν ήθελα να βιώσω την παραίτησή της, την ανικανότητά της, την υποβόσκουσα οργή της ή το γνήσιο και φρικτό πόνο της


Δεν ήθελα επίσης να έχω τον αντίκτυπο που είχε αυτή στην οικογένειά της, ιδιαίτερα στη μητέρα μου. Δεν ήθελα η κόρη μου να αναλάβει την τεράστια ευθύνη και να με απεχθάνεται γι’ αυτό.

Η οικογένειά μου έχει στοιχειωθεί από την κατάθλιψη. Το ιστορικό της μητέρας μου την εντοπίζει τουλάχιστον έξι γενιές πίσω, αλλά εμφανίζεται επίσης και στην οικογένεια του πατέρα μου. Όταν η κατάθλιψη μας πλήττει, μας πλήττει έντονα. Δεν γινόμαστε απλά κακόκεφοι, αλλά αποπροσανατολιζόμαστε. Κάποιοι ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους από μόνοι τους και κάποιοι άλλοι με βοήθεια.

Υπάρχουν όμως και άλλοι που χάνονται για πάντα. Τα μελαγχολικά συμπτώματα, τα άγχη και οι επεισοδιακές εκρήξεις των προγόνων μου, τους οδήγησαν σε ιδρύματα, οίκους ευγηρίας ή σε δωμάτια στο πάνω μέρος του σπιτιού, από τα οποία δεν έβγαιναν ποτέ. Η θεραπεία περιελάμβανε τις πιο σύγχρονες μορφές παρέμβασης εκείνης της εποχής: κρύα ντους, ηλεκτρικό ρεύμα, καταπραϋντικά φάρμακα. Κάποιες φορές βελτιώνονταν, άλλες φορές πάλι όχι.

Μετά από έξι μήνες θεραπείας λόγω ενός καταθλιπτικού επεισοδίου που με φόβισε εξαιτίας της γρήγορης επιδείνωσης, της δριμύτητάς και της επιμονής του και έχοντας «ανοιχτεί» συναισθηματικά μέσα στο πλαίσιο της θεραπευτικής διαδικασίας, απογοητεύτηκα που ο θεραπευτής μου δεν είχε καταλήξει ακόμη σε κάποια σπουδαία διάγνωση, βάσει της οποίας να αποκαλυφθούν οι δυσκολίες που περνούσα, αλλά και εκείνες της οικογένειάς μου, ώστε να καταπολεμηθεί αυτή η δυσλειτουργία.

Δεδομένου ότι ο θεραπευτής μου δεν εξωτερίκευσε τη γνώμη του σχετικά με το θέμα, τελικά τον ρώτησα: Γιατί υπάρχουν τόσα πολλά προβλήματα στην οικογένειά μου; Εκείνος σήκωσε τους ώμους και απάντησε ήρεμα: Επειδή υπάρχουν πολλοί άνθρωποι μέσα σε αυτήν.

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν: Πληρώνω 100 δολάρια την ώρα για να ακούσω αυτό; Και όμως, οκτώ χρόνια αργότερα, το σχόλιό του παραμένει αεικίνητο στη λίστα μου για τις 10 κορυφαίες θεραπευτικές παρεμβάσεις όλων των εποχών.

Η δική μου ανάμνηση, όταν είχα κυριευθεί από την κατάθλιψη, πάει πίσω στην ιστορία της προγιαγιάς μου που ζούσε τη δεκαετία του ’90 και η οποία πέθανε όταν ήμουν περίπου 10 ετών.

Καθώς άρχισα να βάζω τα πράγματα σε μια σειρά σχετικά με τη σχέση της γιαγιάς μου με τη μητέρα της, άρχισα να αναρωτιέμαι αν η μελαγχολία που βιώνω μερικές φορές και η δύναμή της να μολύνει την ενέργεια και τη χαρά μου, οφείλεται στις προηγούμενες γενιές η οποία ξεκίνησε από την προγιαγιά μου, κληρονομήθηκε στη γιαγιά μου, πέρασε στη μητέρα μου και τελικά συνέθλιψε εμένα.

Στις καλές μέρες της, η γιαγιά μου ως προσωπικότητα ήταν με ένα μαγικό τρόπο πληθωρική, ενεργητική και πάντα ενδιαφερόταν για κάτι. Επέτρεπε σε εμένα και στα ξαδέρφια μου να τη συνοδεύουμε σε πολλές εξωτερικές εργασίες και δραστηριότητες της. Μας έλεγε ότι ήμασταν υπέροχα παιδιά, παρά τα παράπονα των γονιών μας. Ήταν διασκεδαστική με έναν τρόπο που η μητέρα μου δεν υπήρξε ποτέ.

Καθώς όμως μεγάλωνα, έμαθα και την άλλη πλευρά της. Στις δύσκολες μέρες της, μπορούσα να δω τη γιαγιά μου να μαραζώνει μπροστά στα μάτια μου. Δεν μπορούσαμε να τη συνοδεύσουμε κάπου, γιατί δεν πήγαινε πουθενά. Ποτέ δεν ήταν καλοντυμένη και όταν το έκανε, δεν άξιζε τον κόπο. Δεν γέλαγε. Δεν μου έλεγε πια ότι ήμουν τέλεια. Η ατμόσφαιρα γύρω της γινόταν πολύ αποπνικτική.

Ο παππούς μου ήταν ορκωτός λογιστής και δούλευε διαρκώς. Η γιαγιά μου πήγαινε νωρίς για ύπνο (πολλές φορές πριν καν νυχτώσει). Για μια γυναίκα που πέρναγε τόσο πολύ χρόνο στο κρεβάτι, με προβλημάτιζαν τα καθημερινά της παράπονα ότι δεν κοιμόταν αρκετά. Ο παππούς μου έχει ξεθωριάσει από τη μνήμη μου, όταν η γιαγιά μου βυθιζόταν στην κατάθλιψη και τη θλίψη της. Ήταν λες και ο παππούς μου ήταν εξαφανισμένος εκείνη την εποχή.

Μόλις μπήκα στην εφηβεία, η σχέση μου με τη γιαγιά μου άλλαξε. Πλέον ένιωθα κάποια ανεξήγητη υποχρέωση προς την γιαγιά μου, λόγω της ωριμότητας μου. Ένιωθα να της χρωστάω κάτι. Πλέον ήθελε να ακούω τα παράπονά της αναφορικά με το πόσο άσχημα κοιμόταν, το ό,τι ο παππούς μου δούλευε πάρα πολύ ή ότι τα παιδιά της δεν την καταλάβαιναν. Δεν άντεχα τη μοιρολατρική της στάση.

Και επειδή δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τα παράπονά της, κάθε αλληλεπίδραση που είχα μαζί της κατέληγε να είναι απογοητευτική και ανυπόφορη. Με τρόμαζε με έναν τρόπο που δεν μπορούσα και δεν ήθελα να καταλάβω. Ένιωθα αμήχανα, καθώς έμοιαζε να κρύβει κάτι σημαντικό, σαν να λάμβανα ενδείξεις που να προβλέπουν την αλλαγή στη διάθεσή της.

Η μητέρα μου είχε μία ακατανόητη προσέγγιση για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Να είμαστε πάντα πολυάσχολοι, να σκεφτόμαστε κάποιον που βρίσκεται σε χειρότερη θέση από εμάς, «να προσφέρουμε τις ψυχές μας για να σωθούμε στην άλλη ζωή». Θυμάμαι όταν πηγαίναμε στο γραφείο του παιδίατρου, ευάλωτοι στην επικείμενη ιατρική παρέμβαση, όταν ένας από εμάς συνήθως ξέσπαγε σε δυνατά δάκρυα, διαμαρτυρίες και κραυγές, θυμάμαι πολλές φορές που η μητέρα μου έσκυβε και μας ψιθύριζε: Αν πρέπει να κλάψεις, κάνε το σιγά.

Θυμάμαι την περιέργεια και την ανησυχία της απέναντι στην απελπισία που βίωνα ύστερα από τον χωρισμό μου με ένα αγόρι που με παράτησε όταν ήμουν 13 ετών. Συναισθανόταν τον πόνο αυτής της εμπειρίας και μου ανέφερε ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα καθαρτικό κλάμα. Θεωρούσε ότι ήταν η ένταση και η διάρκειά του, το έκαναν προβληματικό.

Η μητέρα μου είχε στο μυαλό της ότι περίπου 15 λεπτά ήταν αρκετά, ενώ εγώ πίστευα ότι χρειαζόμουν ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο. Αναριωτόμουν ποια από τις δύο, η μητέρα μου ή η γιαγιά μου, ήταν η προεπισκόπηση του μέλλοντός μου. Ο σιωπηρός φόβος μου και ο οποίος αναζωπυρωνόταν με την ηλικία, έδειχνε ότι ήμουν καταδικασμένη να γίνω σαν τη γιαγιά μου.

Κατάλαβα περισσότερα για τη φύση της δύναμης της μητέρας μου, όταν άρχισα να τη βλέπω αναφορικά με το πλαίσιο της ευαλωτότητας της γιαγιάς μου. Όταν μεγάλωσα αρκετά συνειδητοποίησα ότι η μητέρα μου και εγώ μπορούσαμε να βιώσουμε διαμετρικά αντίθετα συναισθήματα για το ίδιο ακριβώς θέμα και ότι μισούσε τις επισκέψεις στη γιαγιά μου που εγώ τόσο αγαπούσα.

Όταν ήμουν 6 ετών, κοίταξα το ημερολόγιο και φώναξα: Δύο ακόμα ημέρες μέχρι τις διακοπές. Το πρόσωπό της μητέρας μου έγινε τόσο συννεφιασμένο όσο ποτέ. Έσφιξε τα δόντια της και ξεστόμισε: αυτό σίγουρα δεν είναι διακοπές.

Όταν άλλαζε η διάθεση της γιαγιάς μου, άλλαζε και της μητέρας μου. Όταν φτάναμε στην παραλιακή κατοικία των παππούδων μου, φαινόταν πως η γιαγιά μου έπεφτε σχεδόν σκόπιμα στην ανημποριά και την κατάθλιψη. Και ως απάντηση σε αυτό, η μητέρα μου υπερέβαλλε εαυτόν. Αφού φρόντιζε για το δείπνο των δικών της έξι παιδιών στο παρακείμενο εξοχικό μας σπίτι, πήγαινε στο κύριο σπίτι για να ταϊσει τους παππούδες μου, οι οποίοι τις υπόλοιπες 50 εβδομάδες του χρόνου τα έβγαζαν πέρα μια χαρά.

Αλλά το μαγείρεμα ήταν το λιγότερο σημαντικό από τα καθήκοντα της μητέρας μου. Ήταν ο προσωπικός διασκεδαστής της γιαγιάς μου, ο θεραπευτής της, ο άνθρωπος που την ενθάρρυνε να συνεχίσει, που προσπαθούσε να αλλάξει την αυτόματη αρνητική στάση της για τη ζωή, ώστε να γίνει τουλάχιστον ουδέτερη.

Μία από τις αναμνήσεις που διατηρώ από τις επισκέψεις μας στη γιαγιά, είναι ο τρόπος που καθόντουσαν η μητέρα και η γιαγιά μου στο τραπέζι της κουζίνας. Η μητέρα μου έμοιαζε πάντα σαν να καθόταν σε καρφιά και η γιαγιά μου έμοιαζε πάντα καταβεβλημένη. Εξέφραζε την απόλυτη εξάντλησή της ανακατεύοντας το τσάι της σαν να ανακατεύει τσιμέντο.

Οι συνομιλίες τους σταματούσαν πάντα τη στιγμή που έμπαινα μέσα στο δωμάτιο, αλλά η μητέρα μου φαινόταν πολύ διαφορετική σε σχέση με το πώς ήταν στις άπειρες συζητήσεις που μοιραζόταν με τους φίλους της στο τραπέζι της κουζίνας.

Όταν έγινα θεραπεύτρια, συνειδητοποίησα ότι κατά τη διάρκεια αυτών των στιγμών η γιαγιά και η μητέρα μου ήταν λες και είχαν κάποιο είδος συνεδρίας. Μόνο όταν γυρνούσαμε στο σπίτι μας έβλεπα τη μητέρα μου να χαλαρώνει. Άρχιζε ξανά να χαμογελά και να ανέχεται τα θορυβώδη παιχνίδια που παίζαμε στο αυτοκίνητο.

Εκ των υστέρων, βλέπω πώς το μοτίβο αυτό επαναλαμβανόταν με τον σύζυγό μου, που είναι θεραπευτής, όταν ήμουν σε κατάθλιψη. Καθόμασταν στο κρεβάτι ή στο τραπέζι και προσπαθούσε να με κάνει να μιλήσω για το πρόβλημά μου.

Όποιος έχει υποφέρει από σοβαρή κατάθλιψη ξέρει ότι το εγχείρημα αυτό είναι τόσο τρομακτικό, όσο το να ζητάει κανείς από έναν «κουτσό» να χορέψει. Επιπλέον, οδηγεί σε αμοιβαία απογοήτευση, θυμό και, τελικά, ανικανότητα. Μόνο όταν εγκαταλείψαμε αμφότεροι την προσδοκία ότι ο σύζυγός μου θα μπορούσε να με «θεραπεύσει» με κάποιο τρόπο, μεταβήκαμε από την ψυχοθεραπεία στην αληθινή υποστήριξη.

Αντί λοιπόν να προβαίνει σε «θεραπευτικές»» παρεμβάσεις, προχώρησε σε ερωτήσεις όπως: Τι θα σε βοηθούσε αυτή τη στιγμή; Ο θεραπευτής μου ήταν πάντα πρόθυμος να συμπεριλάβει τον Μπράιαν και την κόρη μου στις συνεδρίες μας και αν και δεν ήταν πάντα παρόντες, να τους αναγνωρίσει όχι μόνο ως σύστημα υποστήριξης μου, αλλά και ως ανθρώπους που επίσης υπέφεραν.

Το γεγονός αυτό τους απελευθέρωσε από την ευθύνη αυτών των φοβερών «συνεδριών» στο τραπέζι της κουζίνας, όπου η μόνη βεβαιότητα που υπήρχε, είναι ότι αν έμεναν με ένα καταθλιπτικό άτομο, όπως εγώ, για ένα λεπτό περισσότερο, θα πνίγονταν και αυτοί μαζί μου.

Στη συνέχεια, μετακόμισα στη Βοστώνη με το σύζυγό μου και την κόρη μου για να πραγματοποιήσω το μεταδιδακτορικό μου στο νοσοκομείο. Η πρώτη μου ξαδέρφη, η μεγαλύτερη από τα εφτά αδέρφια της, περνούσε τη δική της κόλαση εκείνη την περίοδο εξαιτίας της κατάθλιψής της, μια κόλαση που κορυφώθηκε με την αυτοκτονία της όταν ήταν είκοσι ετών. Η δική μου βαθειά κατάθλιψη και η αυτοκτονία της ξαδέλφης μου, με οδήγησαν στην ψυχοθεραπεία με έναν ψυχίατρο στον οποίο παραπέμφθηκα από το πρόγραμμα υγείας μου.

Του είπα ότι ήμουν αγχωμένη. Μου είπε ότι είχα κατάθλιψη. Πράγματι, παραδέχτηκα ότι είχα κακή διάθεση, αλλά δεν ήμουν καταθλιπτική με τον τρόπο που ήταν η ξαδέρφη μου ή η γιαγιά μου. Με στόχο να εναντιωθώ στη διάγνωσή του, απαρίθμησα τα επιτεύγματά μου, τις πολλές ευθύνες που είχα αναλάβει και διεκπεραιώσει.

Αλλά μετά από 30 λεπτά συνεδρίας μαζί του, ήμουν πεπεισμένη ότι είχα κατάθλιψη. Στο τέλος της πρώτης μας συνεδρίας, γύρισε και μου είπε: Πιστεύεις πραγματικά ότι η ζωή είναι κάτι που πρέπει κανείς να αντέξει, να τη νικήσει. Τον κοίταξα καχύποπτα, διερωτώμενη αν ήταν μια ερώτηση παγίδα. Δεν είναι;, τον ρώτησα. Μου είπε να διακόψουμε τη συνεδρία και προγραμματίσαμε μια νέα συνεδρία για την επόμενη εβδομάδα.

Αλλά η κατάθλιψή μου συνεχίστηκε παρά την αναγνώρισή της, παρά την πραγματοποίηση ενός καλού γάμου, παρά την απόκτηση ενός παιδιού που αγαπώ απίστευτα πολύ. Τελικά, συμφώνησα να δοκιμάσω τα αντικαταθλιπτικά και πραγματικά τρομοκρατήθηκα όταν ο ψυχίατρος μου πρότεινε να πάρω ιμιπραμίνη.

Επρόκειτο για το ίδιο φάρμακο που έπαιρνε η γιαγιά μου στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, με μέτρια επιτυχία, αλλά με πολλές παρενέργειες. Ο ψυχίατρος μου πρέπει να αντιλήφθηκε τη φρίκη στο πρόσωπό μου. Με διαβεβαίωσε ότι πάντα επιλέγει πρώτα ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο που έχει επενεργήσει θετικά σε άλλα μέλη της οικογένειας.

Είχε δίκιο. Το φάρμακο βοήθησε γρήγορα και αισθητά. Μου πήρε ένα βάρος που σχεδόν από πάντα ένιωθα στην πλάτη μου και με έκανε να αναρωτηθώ: Έτσι αισθάνονται οι φυσιολογικοί άνθρωποι; Αλλά, όπως και πολλοί άνθρωποι που παίρνουν ψυχοτρόπα φάρμακα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, πάλεψα με ερωτήσεις όπως: Γιατί δεν μπορώ να τα καταφέρω από μόνη μου; ή κοιτάζοντας τα μικροσκοπικά χάπια, αναρωτήθηκα: Αυτό είναι το μόνο εμπόδιο ανάμεσα στην κόλαση και μένα;

Ευτυχώς είχα ήδη μία ισχυρή θεραπευτική σχέση με τον ψυχίατρό μου. Ωστόσο, παρά τα οφέλη από τα αντικαταθλιπτικά, φοβόμουν ακόμα ότι ήμουν καταδικασμένη να γίνω σαν τη γιαγιά μου, ένας φόβος που δεν μπορεί να διαγραφεί από κανένα φάρμακο.

Δεν ήθελα να βιώσω την παραίτησή της, την ανικανότητά της, την υποβόσκουσα οργή της ή το γνήσιο και φρικτό πόνο της. Δεν ήθελα επίσης να έχω τον αντίκτυπο που είχε αυτή στην οικογένειά της, ιδιαίτερα στη μητέρα μου. Δεν ήθελα η κόρη μου να αναλάβει την τεράστια ευθύνη και να με απεχθάνεται γι’ αυτό.

Είχα ήδη τρεις ενδοοικογενειακές περιπτώσεις: την επιρροή της προγιαγιάς μου στη γιαγιά μου, τις επιρροές τους στη μητέρα μου και τις τρεις αυτές επιρροές τις βλέπω τώρα σε εμένα. Αυτό που φοβόμουν περισσότερο ήταν η περίπτωση να πέσει το βάρος όλων εμάς στην 11χρονη κόρη μου.

Εκτός από την υποστήριξη, η θεραπεία επικεντρώθηκε στην ανάπτυξης ενός αισθήματος κατανόησης, αναφορικά με τα κοινά χαρακτηριστικά που είχα με όλες αυτές τις γυναίκες, εκτιμώντας τις πτυχές των κοινών μας κληροδοτημάτων ως μερικά από τα πράγματα που εκτιμώ περισσότερο στον εαυτό μου. Επίσης, έμαθα να μιλάω για τις διαφορές ανάμεσα σε μένα και σε αυτές.

Δούλεψα και κατάλαβα ότι η κατάθλιψη δεν με ακύρωνε, απλώς έκανε τη ζωή μου διαφορετική και δύσκολη, ευτυχώς για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ακόμη έμαθα ότι κανένας δεν αποτελεί πρότυπο για κάποιον άλλον, είτε συνδέεται μαζί του γενετικά είτε βιολογικά είτε ψυχολογικά. Το να σε στοιχειώνει κάτι, δεν σημαίνει ότι είσαι καταραμένος.

Πηγή: https://www.psychologynow.gr/

2020-10-08T08:50:24+00:00
Μετάβαση στο περιεχόμενο