Το τραύμα της Υπερεμπλοκής: Όταν οι οικογενειακές σχέσεις γίνονται τοξικές

//Το τραύμα της Υπερεμπλοκής: Όταν οι οικογενειακές σχέσεις γίνονται τοξικές

Το τραύμα της Υπερεμπλοκής: Όταν οι οικογενειακές σχέσεις γίνονται τοξικές

Πώς η υπερεμπλοκή επιτρέπει την κακοποίηση

οικογένεια με υπερεμπλοκή μετατρέπει τις οικογενειακές σχέσεις σε τοξικές

Η υπερεμπλοκή των μελών της οικογένειας αποτελεί έναν ύπουλο αλλά ισχυρό παράγοντα προστασίας των κακοποιητικών μελών από τις συνέπειες των πράξεών τους.


Ο ψυχοθεραπευτής Σαλβαντόρ Μινούτσιν ανέπτυξε τη θεωρία της υπερεμπλοκής για να περιγράψει ότι τα οικογενειακά συστήματα έχουν αδύναμα και μη καθορισμένα όρια.

Πολλές φορές, ολόκληρη η οικογένεια επιχειρεί να στηρίξει μια άποψη που μοιράζονται τα μέλη της ή να προστατεύσει ένα οικογενειακό μέλος από τις συνέπειες των πράξεών τους. Σε αυτά τα οικογενειακά συστήματα, η ατομική αυτονομία είναι ισχνή και τα οικογενειακά μέλη μπορεί να υπερεκτιμούν το ένα το άλλο. Για παράδειγμα, ένα παιδί δεν μπορεί να δει τη θέση του ως ξεχωριστή από αυτά των γονιών του και ίσως να υπερασπίζεται τις θέσεις των γονιών του, ακόμα και όταν αυτή είναι επιβλαβής.

Η υπερεμπλοκή αναπόφευκτα θέτει σε κίνδυνο την ατομικότητα και την αυτονομία των οικογενειακών μελών. Μπορεί επίσης να διευκολύνει την κακοποίηση. Η κακοποίηση μέσα σε ένα υπερεμπλεκόμενο οικογενειακό σύστημα αποτελεί ένα είδος τραύματος. Όσοι έχουν επιβιώσει από τέτοιου είδους τραύματα, ίσως να μην αναγνωρίζουν τις εμπειρίες τους ως τραυματικές και μπορεί ακόμα και να υπερασπίζονται τους θύτες τους.

Εξαιτίας της αδυναμίας των ορίων σε αυτά τα οικογενειακά συστήματα, τα οικογενειακά μέλη που ορθώς αναγνωρίζουν τις εμπειρίες τους ως τραυματικές, μπορεί να απομακρυνθούν ή ακόμα και να πιστεύουν ότι κάνουν κακό στην οικογένειά τους.

Τα χαρακτηριστικά των υπερεμπλεκόμενων οικογενειών

Η υπερεμπλοκή δεν οδηγεί πάντα σε κακοποίηση, αλλά αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο για τη θωράκιση των θυτών από τις συνέπειες των πράξεών τους.

Στις περισσότερες υγιείς οικογένειες, τα οικογενειακά μέλη σέβονται το ένα το άλλο και μπορούν να μοιράζονται συγκεκριμένες αξίες. Σε μια υπερεμπλεκόμενη οικογένεια, αυτός ο σεβασμός και το κοινό σύστημα πεποιθήσεων, οδηγούν σε ένα αφόρητο βάρος κατά της ατομικής αυτονομίας και ευημερίας.

Για παράδειγμα, ολόκληρη η οικογένεια μπορεί να υποστηρίξει την ιδέα του πατέρα ως ενός υπέροχου γονέα ή αρχηγού, ακόμα κι αν είναι σωματικά κακοποιητικός.

Ακολουθούν κάποια χαρακτηριστικά των υπερεμπλεκόμενων οικογενειακών συστημάτων:

  • Κάθε μέλος της οικογένειας εκπληρώνει ένα συγκεκριμένο ρόλο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτός ο ο ρόλος μπορεί να επιτρέπει τη δυσλειτουργική συμπεριφορά από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Για παράδειγμα, ο «ειρηνοποιός» της οικογένειας μπορεί να εξομαλύνει τις συγκρούσεις που δημιουργεί το κακοποιητικό μέλος της οικογένειας ή μπορεί να ενοχοποιεί άλλα μέλη της οικογένειας για την προσπάθειά τους να θέσουν υγιή όρια.
  • Η υπερεμπλοκή συχνά ξεκινά όταν ένα οικογενειακό μέλος αντιμετωπίζει ένα ψυχικό πρόβλημα ή πρόβλημα με την κατάχρηση ουσιών. Επίσης, φυσιλογικοποιεί την επιβλαβή συμπεριφορά και μπορεί να είναι ένας τρόπος αποφυγής της θεραπείας.
  • Οι υπερεμπλεκόμενες οικογένειες συχνά βλέπουν τη διαφωνία ως προδοσία.
  • Οι υπερεμπλεκόμενες οικογένειες ενδέχεται να απαιτούν ένα ασυνήθιστο επίπεδο εγγύτητας ακόμα και από τα ενήλικα παιδιά. Για παράδειγμα, ένα ενήλικο παιδί με δικά του παιδιά, αναμένεται να περνάει όλες τις διακοπές με την οικογένειά του. Αν περάσει τις διακοπές του με τα πεθερικά του ή μόνο με τη δική του οικογένεια, η υπερεμπλεκόμενη οικογένεια μπορεί να το απομονώσει ή να το τιμωρήσει.
  • Τα συναισθήματα των μελών της υπερεμπλεκόμενης οικογένειας συνδέονται μεταξύ τους. Μπορεί να είναι δύσκολο να διακρίνεις πού ξεκινούν τα συναισθήματα του ενός και πού τελειώνουν τα συναισθήματα του άλλου.
  • Ίσως υπάρχουν σιωπηρές οικογενειακές νόρμες που τα μέλη της οικογένειας θεωρούν δεδομένες. Τα άτομα εκτός οικογένειας, μπορεί αμέσως να διακρίνουν αυτές τις νόρμες ως ασυνήθιστες ή δυσλειτουργικές. Για παράδειγμα, μια υπερεμπλεκόμενη οικογένεια μπορεί να έχει ως κανόνα να μην καλεί ποτέ την αστυνομία όταν κάποιο μέλος της οικογένειας κακοποιεί κάποιο άλλο.

Μερικοί άνθρωποι επίσης χρησιμοποιούν την υπερεμπλοκή για να αναφερθούν στη συγκαλυμμένη ή συναισθηματική αιμομιξία. Αυτό συμβαίνει όταν ένας γονέας ή φροντιστής μεταχειρίζεται ένα παιδί ως σύντροφο ή ίσο με εκείνον. Ο γονέας μπορεί να βασίζεται στο παιδί για υποστήριξη και άνευ όρων αγάπη αντί να καλύπτει ο ίδιος αυτές τις βασικές ανάγκες του παιδιού του.

Πώς η υπερεμπλοκή επιτρέπει την κακοποίηση

Η υπερεμπλοκή των μελών της οικογένειας δεν οδηγεί πάντοτε σε κακοποίηση, αλλά αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα προστασίας των κακοποιητικών μελών από τις συνέπειες των πράξεών τους. Τα υπερεμπλεκόμενα μέλη της οικογένειας μπορεί να ενεργούν αντανακλαστικά αμυντικά μεταξύ τους και να βλέπουν ακόμα και την πιο βαθιά επιβλαβή συμπεριφορά ως φυσιολογική και σωστή.

Η υπερεμπλοκή μπορεί να δυσκολέψει ένα πρόσωπο να δημιουργήσει στενές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Χωρίς αυτές τις νέες όμως σχέσεις, είναι πολύ δύσκολο για τα υπερεμπλεκόμενα οικογενειακά μέλη να αναγνωρίσουν ότι είναι τοξικό το σχεσιακό στυλ της οικογένειάς τους.

Ακόμα και όταν τα οικογενειακά μέλη συνάπτουν εξωτερικές σχέσεις, η υπερεμπλεκόμενη οικογένειά τους μπορεί να εισβάλλει σε αυτές τις σχέσεις. Εναλλακτικά, το υπερεμπλεκόμενο μέλος μπορεί να βλέπει την οικογένειά του ως φυσιολογική και το σύντροφό του ως προβληματικό.

Για παράδειγμα, ένας ενήλικας που παντρεύεται, μπορεί να εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στην οικογένεια καταγωγής του έναντι του συντρόφου του ή μπορεί να προσδοκά από το σύντροφό του να υποκύπτει στις πιέσεις των οικογενειακών μελών του ή ακόμη και να αποδέχεται την κακοποιητική συμπεριφορά.

Το τραύμα των υπερεμπλεκόμενων οικογενειών

Η υπερεμπλοκή από μόνη της μπορεί να είναι τραυματική, ειδικά όταν φυσιολογικοποιεί την κακοποίηση. Σε άλλες περιπτώσεις, η υπερεμπλοκή είναι το αποτέλεσμα του τραύματος. Μια σοβαρή ασθένεια, μια φυσική καταστροφή ή μια ξαφνική απώλεια μπορεί να αναγκάσει μια οικογένεια να έρθει ασυνήθιστα κοντά σε μια προσπάθεια να προστατευτεί.

Όταν αυτό το μοτίβο επιμένει πολύ πέραν του αρχικού τραύματος, η υπερεμπλοκή χάνει την προστατευτική της αξία και μπορεί να υπονομεύσει την προσωπική αυτονομία κάθε οικογενειακού μέλους.

Τα υπερεμπλεκόμενα οικογενειακά συστήματα είναι συχνά απορριπτικά απέναντι στο τραύμα. Ένας γονέας, για παράδειγμα μπορεί να δικαιολογήσει τη μεθυσμένη κακοποιητική του αντίδραση προς το παιδί του ως φυσιολογική αντίδραση στους κακούς βαθμούς του παιδιού του. Στην ενήλικη ζωή, τα οικογενειακά μέλη μπορεί να υπερασπίζονται την κακοποίηση των γονιών τους, επιμένοντας ότι ο γονέας ήταν υπό την επήρεια άγχους ή ότι ήταν σφάλμα των παιδιών.

Αν τα υπερεμπλεκόμενα οικογενειακά συστήματα θεωρούν το τραύμα ως φυσικό ή δικαιολογημένο, τότε είναι πολύ δύσκολο για τα μέλη τους να καταλάβουν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους. Σε αυτή τη μορφή χειραγώγησης, μια οικογένεια μπορεί να αντικαταστήσει τα συναισθήματα ενός ατόμου με τη συλλογική κρίση της οικογένειας. Με την πάροδο του χρόνου, το μέλος της οικογένειας μπορεί να δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τα δικά του συναισθήματα από αυτά που η οικογένεια επιμένει πως θα έπρεπε να έχει.

Ο δεσμός του τραύματος και η υπερεμπλοκή

Οι άνθρωποι που βιώνουν τραύμα ή έντονα συναισθήματα μπορεί να συνδεθούν με ιδιόμορφους και ανθυγιεινούς τρόπους. Οι ψυχολόγοι έχουν αναπτύξει τη θεωρία του δεσμού του τραύματος για να προσδιορίσουν αυτές τις σχέσεις.

Μέσω του δεσμού του τραύματος, ο κύκλος της κακοποίησης ενώνει τα μέλη της οικογένειας, δημιουργώντας έντονες συναισθηματικές προσκολλήσεις. Στις κακοποιητικές σχέσεις, o θύτης μπορεί να γίνει βίαιος και τρομακτικός και στη συνέχεια απολογητικός και εξαιρετικά τρυφερός. Ορισμένοι κακοποιητικοί γονείς προσπαθούν να αντισταθμίσουν την κακοποίηση με δώρα, ειδικούς εορτασμούς ή υπερβολική αγάπη. Πολλοί «επιζώντες» της κακοποίησης αναφέρουν πως όταν οι γονείς τους δεν ήταν κακοποιητικοί, ήταν εξαιρετικά δημιουργικοί, δυναμικοί και τρυφεροί.

Αυτή η διακοπτόμενη ενδυνάμωση αγάπης και στοργής, καθιστά πολύ δύσκολη τη διαφυγή του θύματος. Όσο μεγαλύτερη διάρκεια έχει, τόσο πιο δύσκολο μπορεί να είναι για ένα θύμα να ξεφύγει από αυτή. Οι κακοποιημένοι επιζώντες μπορεί να αγαπούν αληθινά τους θύτες τους και να πιστεύουν ότι και αυτοί τους αγαπούν.

Ακόμα και όταν οι επιζώντες αναγνωρίζουν την κακοποίηση και θέτουν όρια ή φεύγουν από τη σχέση, ο δεσμός του τραύματος και η υπερεμπλοκή μπορεί να επηρεάσουν τις μελλοντικές τους σχέσεις. Ο κύκλος της κακοποίησης μπορεί να φαίνεται φυσιολογικός σε αυτές τις καταστάσεις, καθώς ένα αδιάλειπτο πρόγραμμα αγάπης και στοργής γίνεται το σημείο αναφοράς στη σχέση.

Κάτι τέτοιο μπορεί να ωθήσει τους επιζώντες του τραύματος και της υπερεμπλοκής, να αναζητούν και να παραμένουν σε κακοποιητικές ή υπερεμπλεκόμενες σχέσεις. Μπορεί επίσης η οικογένεια να τους τραβήξει πιο εύκολα πίσω στην κακοποίηση και το χάος.

Τα άτομα που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικά οικογενειακά συστήματα ίσως αγνοούν τα δικά τους συναισθήματα. Μπορεί να αμφισβητούν τις αναμνήσεις τους, να αναρωτιούνται αν το τραύμα συνέβη πραγματικά ή να πιστεύουν πως τους άξιζε να κακοποιηθούν. Ακόμα και όταν ένα άτομο είναι σε θέση να δει την οικογένειά του μέσα από μία αντικειμενική οπτική, η θέσπιση ορίων μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη. Οι γιορτές, οι οικογενειακές διακοπές καθώς και άλλες στιγμές έντονης οικογενειακής εγγύτητας μπορούν να πυροδοτήσουν παλιές συνήθειες και να οδηγήσουν σε νέο τραύμα.

Η θεραπεία μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο να θέσει ξεκάθαρα όρια, να λάβει σοβαρά υπόψη τα συναισθήματά του και να απομακρυνθεί από την υπερεμπλοκή. Ένας θεραπευτής αποτελεί επίσης μια εξωτερική φωνή η οποία μπορεί να βοηθήσει το άτομο να καταλάβει πως οι συμπεριφορές που η οικογένεια φυσιολογικοποιούσε, δεν είναι υγιείς και ότι δεν πρέπει να παραμείνει εγκλωβισμένο για πάντα στο συνηθισμένο του οικογενειακό ρόλο.

Πηγή αναδημοσίευσης: https://www.psychologynow.gr/

2023-02-23T09:32:42+00:00
Μετάβαση στο περιεχόμενο