Ωστόσο, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που διατρέχει τις κακοποιήσεις σε όλες τους τις μορφές: το θύμα κουβαλάει από την αρχή την αμφιβολία ότι ίσως «έβαλε το χεράκι του», ότι «δικαίως» ένα μέρος της ευθύνης βαρύνει το ίδιο. Εδώ μπαίνουμε σε μια γκρίζα ζώνη, που σχεδόν πάντα λειτουργεί υπέρ του ενηλίκου. Το παιδί δεν θα μιλήσει, διότι εσωτερικεύει την ενοχή και πιστεύει (διαισθητικά) ότι ο χρόνος θα δουλέψει ιαματικά· το «κακό» με κάποιο τρόπο θα ξεχαστεί, θα είναι σαν να μη συνέβη ποτέ. Αλλά όπως μας δείχνει η περίπτωση της Σοφίας Μπεκατώρου, πρόκειται για παιδική (ή εφηβική) αφέλεια που μεταθέτει το πρόβλημα στο μέλλον, μία ακόμη στρατηγική επιβίωσης. Η «βόμβα» βρίσκεται κρυμμένη στην ψυχή και στο σώμα, και σκάει στα χέρια του θύματος σε ανύποπτο χρόνο.
Όλα αυτά τα ξέρουν οι πρωτοετείς φοιτητές Ψυχολογίας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν τα ξέρουν πολλοί γονείς, πολλοί δάσκαλοι, πολλοί καθηγητές. Όχι απαραιτήτως για να προλάβουν «καταστάσεις», αλλά για να διευκολύνουν τα παιδιά και τους εφήβους να μιλήσουν όταν πρέπει. Επομένως, τώρα, για κάθε (υπαρκτό) κίνδυνο να «καούν» και τα χλωρά δίπλα στα ξερά, ας αναλογιστούμε πόσα κλειστά στόματα θα ανοίξουν. Η ελληνική κοινωνία αυτές τις ημέρες κάνει μερικά μεγάλα βήματα μπροστά. Μπορεί μερικές φορές να είναι άτσαλα, ωστόσο, μας πηγαίνουν μπροστά.
Ας κρατήσουμε αυτό.