Κυρίως γι’ αυτό τον λόγο, μαθαίνουμε συνήθως ποιοι «είμαστε» μέσα από τον προβληματικό τρόπο που διαπραγματευόμαστε τις σχέσεις μας με τους άλλους, μέσα από τις συγκεχυμένες συναισθηματικές μας εκδηλώσεις και συμπεριφορές.
Βιώνουμε δηλαδή τελικά το «Εγώ» μας ως μια «ακατάστατη» και ανώριμη οντότητα που μοιάζει να είναι ατελής, τραυματισμένη, και διασπασμένη σε πολλά κομμάτια. Μια οντότητα που δεν είναι σε καμία περίπτωση ικανή να κουμαντάρει με επιτυχία το πλήθος των απαιτήσεων της καθημερινότητας των σχέσεων μας με τους άλλους.
Επειδή ακριβώς –και στον βαθμό που- ταυτιζόμαστε μ’ αυτήν την ελλειμματική ψυχική δομή (το «Εγώ»), πολύ συχνά βιώνουμε συναισθήματα κενού, ματαίωσης, απουσίας νοήματος, έντονο ψυχικό πόνο, επίπονες εσωτερικές συγκρούσεις, κι αναποφασιστικότητα.
Αυτή η βαθιά πεποίθηση της ψυχικής μας αδυναμίας συνήθως μας οδηγεί σε συναισθηματική ευαλωτότητα, σε κρίσεις ενοχής, οργής, κι επιθετικότητας, που, κατά περίπτωση, στρέφονται εναντίον των ατόμων με τα οποία σχετιζόμαστε, ή εναντίον αυτού που συνηθίζουμε να τον/ την αποκαλούμε «εαυτό» μας.
Εύλογα κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει σ’αυτό το σημείο, ότι μια τέτοια ψυχική αναστάτωση έχει σαν λογικό επακόλουθο ο άνθρωπος που την βιώνει να μην μπορεί ούτε να δώσει , αλλά και ούτε να πάρει αγάπη.
Πράγματι, η ίδια η αίσθηση τις προσωπικής μας ανεπάρκειας –την οποία όπως είπαμε την βιώνουμε ως αποτέλεσμα της ταύτισης μας με ένα ελλειμματικό κι ανώριμο «Εγώ»- είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την αδυναμία μας να δεχτούμε την αγάπη, και στην συνέχεια να την προσφέρουμε στους άλλους…
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ