Την εν λόγω ιστορία υπογράφει ο Κοινωνικός Λειτουργός κ. Γιώργος Σαριδάκης.
«Κι είναι φορές που γυρνάω το χρόνο πίσω, πολύ πίσω, εκεί στα χρόνια της παιδικής νιότης, της περίσσιας αθωότητας, της ελευθερίας και του άμετρου αυθορμητισμού. Για άλλους εύκολα, ξέγνοιαστα, ευτυχισμένα και για άλλους δύσκολα και δυσάρεστα.
Πρωτάκι του δημοτικού τότες, μικροκαμωμένος, με σγουρό ολόπυκνο μαύρο μαλλί και μελαμψό δέρμα. Στο σχολείο μαθητής του μετρίου, όπως έλεγε η δασκάλα στις ενημερώσεις των κηδεμόνων. Στη μητέρα δηλαδή, γιατί ο πατέρας δεν έτυχε να κάνει την εμφάνιση του στο χώρο του σχολείου, ούτε για τα τυπικά. Μαραγκός στο επάγγελμα. Συνέχεια έβρισκε να πει κάτι για να το αποφύγει, σαν τον καλούσαν προσωπικώς.
Στο σπίτι, η κατάσταση θα ήταν ψέμα να ονομαστεί και να λάβει χαρακτήρα ως ευχάριστη και χαρούμενη. Πιότερο για αφόρητη θα την έλεγα, αν με ρωτούσαν. Δεν περνούσε μέρα που ο πατέρας να μην υψώσει τη φωνή του στη μάνα. Σαν να μην έφτανε αυτό, μαζί με τη φωνή υψωνόταν και το χέρι και βαρούσε όπου βρει κι όπου λάχει. Στο σώμα, στο κεφάλι. Παντού!
Εγώ, την είχα γλιτώσει μπορώ να πω. Μόνο κάνα δυο φορές, που έτρεξα θαρραλέα και μπήκα μπροστά, προστατευτικά στο σώμα της μητέρας, με πήρε κι εμένα το καταχέριασμα. Ένα καταχέριασμα αχρείαστου μίσους και επιθετικής μανίας. Τις άλλες φορές – ήταν και πολλές, είτε έκλεινα τα αυτιά μου και κουβαριαζόμουν στο κρεβάτι, είτε κρυβόμουν κάτω από το τραπέζι του σαλονιού, παίρνοντας το μαξιλάρι αγκαλιά, νομίζοντας πως έτσι θα μειωθεί η αγωνία και το ασταμάτητο καρδιοχτύπι. Βλέπεις, δεν υπήρχαν και πολλά σημεία προστασίας στο σπίτι. Τρία δωμάτια όλα κι όλα. Κουζίνα, σαλόνι και η κρεβατοκάμαρα των γονιών. Το δικό μου κρεβάτι, φιλοξενούνταν στο σαλόνι, λόγω έλλειψης χώρου.
Μόλις σταματούσαν οι φωνές και ξεθύμαινε η οργή του πατέρα, πλησίαζα διστακτικά τη μητέρα που στέκονταν δακρυσμένη και μαζεμένη στη γωνιά ενός παλιακού καναπέ. Την ρωτούσα ξανά και ξανά αν ήθελε κάτι από εμένα, κι εκείνη με τρεμάμενη και ταυτόχρονα γενναία φωνή, με προέτρεπε να γυρίσω στο διάβασμα μου. Της χάιδευα στοργικά το κεφάλι, της έδινα ένα φιλί στο μέτωπο και της έλεγα: Μαμά, φοβάμαι! Χωρίς να λαμβάνω ποτέ απάντηση.
Άρχισα να κλείνομαι στον εαυτό μου. Δεν έκανα πολλές παρέες και δεν έμπαινα στα ομαδικά παιχνίδια στην τεράστια αυλή του σχολείου. Ούτε και στην αλάνα πήγαινα τα απογεύματα, που μαζεύονταν τα άλλα παιδιά για να παίξουν διάφορα αγορίστικα παιχνίδια, με τα κορίτσια να παρακολουθούν ως θεατές, σκορπώντας γέλια και χαρούμενες φωνές.
Το έριξα στο διάβασμα και τη μελέτη, εκεί βρήκα το στήριγμα και το αποκούμπι μου. Μέσα μου, ένιωθα ενοχές για τη μητέρα, που εγώ βρήκα διέξοδο, κι εκείνη ανήμπορη δεχόταν την όποια κατάσταση.
Σήμερα, μεγάλος πια, ενήλικας και μάλιστα ετών 40, προσπαθώ να μην πέσω στο λάθος και μεταφέρω τέτοιες στενάχωρες συμπεριφορές στα παιδιά και την οικογένεια μου. Ούτε και στους μαθητές μου στο σχολείο, καθότι δάσκαλος στο επάγγελμα. Κατάφερα βλέπεις, τη σχολική επίδοση του μετρίου σαν πρωτάκι δημοτικού, να τη μετατρέψω με πείσμα σε αριστεία, στην πορεία του χρόνου.
Όμως, κάθε φορά που τυχαίνει να ακούω φωνές ζευγαριών σε διπλανές κατοικίες ή στο περπάτημα μου στο δρόμο, ξυπνάει μέσα μου αυτός ο παιδικός φόβος. Ο ίδιος έντονος φόβος, που άλλοτε με έκανε να κρύβομαι και άλλοτε να βγαίνω μπροστά ως υπερασπιστής του άδικου και της βίας. Και μαζί, φτάνει συνοδευτικά στη μνήμη αυτή η φράση, η φράση που με ακολουθεί και θα με στοιχειώνει για πάντα: Μαμά, φοβάμαι!».
Πηγή αναδημοσίευσης: https://creta24.gr/